ψυχοστόλον

ψυχοστόλον
ψυχοστόλος
escorting souls
masc/fem acc sg
ψυχοστόλος
escorting souls
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψυχοστόλος — ον, ΜΑ αυτός που ανακαλεί τις ψυχές τών νεκρών («Λάζαρον ἔκτοθι τύμβου Ἰησοῡς ἐκάλεσε, τεταρταῑον δὲ θανόντα ἐκ νεκύων ἤγειρε, χέων ψυχοστόλον ἠχώ», Νόνν.) αρχ. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Ερμού) ὁ ψυχοστόλος αυτός που συνοδεύει τις ψυχές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”